συμφορέονται

συμφορέονται
συμφορέω
bring together
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
συμφορέω
bring together
pres ind mp 3rd pl (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμφορώ — και αττ. τ. ξυμφορῶ, έω, Α [σύμφορος] 1. συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συναθροίζω 2. μέσ. συμφοροῡμαι, έομαι (ιδίως για πτηνό) συλλέγω υλικό για το κτίσιμο τής φωλιάς μου 3. παθ. α) (για ποταμούς) συμβάλλω β) φέρομαι μαζί με κάτι («ὕδατι συμφορέονται» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”